- υπερχλωρυδρία
- η, Νιατρ. αυξημένη περιεκτικότητα τού γαστρικού υγρού σε υδροχλωρικό οξύ, που εκδηλώνεται με αίσθημα καύσου και ξυνίλες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperchlorhydria < υπερ-* + χλώριο + ύδωρ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην Ιατρική Εφημερίδα Στρατού].
Dictionary of Greek. 2013.